-
1 температура
температура ж η θερμοκρασία; нормальная \температура η φυσιολογική θερμοκρασία; повышенная \температура ο πυρετός; мерить \температурау μετρώ τη θερμοκρασία* * *жη θερμοκρασίαнорма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία
повы́шенная температу́ра — ο πυρετός
ме́рить температу́ру — μετρώ τη θερμοκρασία
-
2 считать
считать 1ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.1. αριθμώ μετρώ•считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.
2. μ. λογαριάζω•считать деньги μετρώ τα χρήματα•
считать овец μετρώτα πρόβατα•
считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•
считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.
|| μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•
считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.
3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•
нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•
считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.
εκφρ.считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).
2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.3. θεωρούμαι, λογίζομαι.4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.
5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.считать 2ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.
-
3 мерить
-рю, -ришьκ. (απλ.) мерять, -яю, -яешьρ.δ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
мерить глубину μετρώ το βάθος.
|| μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.
|| μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.εκφρ.мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.2. μετρώ το ύψος μου. -
4 измерить
измерить 1ρ.σ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•измерить температуру тела μετρώ τη θερμοκρασία του σώματος•
измерить длину μετρώ το μήκος.- глубину чувства (μτφ.) μετρώ το βάθος του αισθήματος.
2. μτφ. γυρίζω πολλά μέρη, περιέρχομαι, περιοδεύω.εκφρ.измерить взглядом (ή глазами, взором) – κοιτάζω από πάνω ως κάτω, από το κεφάλι ως τα πόδια.измерить 2ρ.δ.βλ. измерить.μετριέμαι. -
5 температура
-ы θ.θερμοκρασία•температура воздуха η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας•
температура человеческого тела η θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος•
измерять -у больного μετρώ τη θερμοκρασία του άρρωστου•
повышенная температура ο πυρετός.
-
6 температура
температу́р||аж ἡ θερμοκρασία/ ὁ πυρετός (больного):комнатная \температура ἡ θερμοκρασία δωματίου· повышенная \температура ὁ πυρετός· измерять \температурау а) μετρώ τήν θερμοκρασία, б) (о больном) ἐξετάζω τόν πυρετό· у него нет \температураы δέν ἐχει πυρετό, εἶναι ἀπύρετος. -
7 измерить
измеритьсов, измерять несов (κατά) μετρώ, χωρομετρώ:\измерить температуру μετρώ τήν θερμοκρασία \измериться μετρούμαι, μετριέμαι. -
8 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
См. также в других словарях:
θερμομετρώ — θερμομέτρησα, θερμομετρήθηκα, θερμομετρημένος, μετρώ τη θερμοκρασία κάποιου: Δε θερμομέτρησαν ακόμη τον ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
γραδάρω — [γράδο] μετρώ την πυκνότητα ή τη θερμοκρασία υγρού με το γράδο … Dictionary of Greek
θερμομετρώ — [θερμόμετρο] 1. μετρώ με το θερμόμετρο τη θερμοκρασία 2. σφυγμομετρώ, προσπαθώ να διαγνώσω τις διαθέσεις ή τις αντιδράσεις κάποιου … Dictionary of Greek